- παλαίθετος
- παλαίθετος, -ον (Α)1. ο από παλιά τοποθετημένος2. (γενικά) παλαιός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + θετός (< τίθημι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλαιθέτων — παλαίθετος laid up masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαίθετα — παλαίθετος laid up neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)